διυλιστήρας

διυλιστήρας
ο
φίλτρο, σουρωτήρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διυλιστήρας — ο (Α διυλιστήρ) συσκευή με την οποία γίνεται η διύλιση κάποιας ουσίας, συνήθως ενός υγρού …   Dictionary of Greek

  • διυλιστῆρας — διυλιστήρ filter masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διυλιστήριος — ο 1. ο χρήσιμος στη διύλιση 2. το ουδ. ως ουσ. το διυλιστήριο α) το σύνολο τών εγκαταστάσεων στις οποίες γίνεται ο καθαρισμός ή εξευγενισμός διαφόρων ουσιών ή ο διαχωρισμός ουσίας στα προϊόντα της με απόσταξη β) ο διυλιστήρας …   Dictionary of Greek

  • ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • πλόκανον — και πλόχανον, τὸ, Α 1. το πλεκτό, οποιοδήποτε έργο πλεκτικής, όπως είναι λ.χ. το καλάθι, καθετί το πλεγμένο 2. πλεκτό κόσκινο ή λίκνο για καθαρισμό σιτηρών 3. πλεγμένο σχοινί 4. διυλιστήρας, σουρωτήρι, κόσκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλοκ τής… …   Dictionary of Greek

  • τρυπητός — ή, ό / τρυπητός, ή, όν, ΝΜΑ [τρυπῶ] αυτός που έχει οπές, διάτρητος, τρυπημένος νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η τρυπητή (ενν. κουτάλα) κουτάλα με τρύπες κατάλληλη για το σερβίρισμα διαφόρων εδεσμάτων 2. το ουδ. ως ουσ. το τρυπητό α) διάτρητο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”